κρεβ(β)άτι

κρεβ(β)άτι
το кровать, койка; постель;

τό κρεβ(β)άτι εκστρατείας — походная кровать;

στρώνω (σηκώνω) το κρεβ(β)άτι — стелить (убирать) постель;

§ είμαι στο κρεβ(β)άτι — лежать в постели, быть больным;

πέφτω στο κρεβ(β)άτι — слечь в постель


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κρεβ(β)άτι" в других словарях:

  • κρεβάτα — και κρεββάτα, η 1. μεγάλο κρεβάτι 2. ξύλινη σχάρα πάνω στην οποία γίνεται αποξήρανση καρπών ή φύλλων 3. το υποστήριγμα τής κληματαριάς 4. υπερυψωμένη υπαίθρια αγροτική κατασκευή με ξύλα και καλάμια που χρησιμοποιείται για ύπνο τις θερμές μέρες… …   Dictionary of Greek

  • κρεβατίνα — η 1. ξύλινη ή μεταλλική σχάρα πάνω στην οποία απλώνεται η κληματαριά 2. η κληματαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβ(β)άτι + κατάλ. ίνα (πρβλ. κασετ ίνα, σοκολατ ίνα)] …   Dictionary of Greek

  • κρεβαταριά — η 1. καλαμένιο πλέγμα πάνω στο οποίο απλώνονται καρποί για αποξήρανση, η καλαμωτή 2. κρεβατίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβ(β)άτι + κατάλ. αριά (πρβλ. κληματ αριά, συκωτ αριά)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»